- καταπιάνομαι
- καταπιάστηκα, καταπιασμένος, επιχειρώ να κάνω κάτι: Καταπιάνεταιμε πολλές δουλειές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταπιάνομαι — καταπιάνομαι, καταπιάστηκα βλ. πίν. 39 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ … Dictionary of Greek
αντιλαμβάνομαι — (AM ἀντιλαμβάνω κ. ομαι) 1. καταλαβαίνω, κατανοώ, εννοώ 2. έχω ικανότητα αντιληπτική || ω μσν. διαδέχομαι αρχ. παίρνω κάτι αντί για κάτι άλλο, ανταλλάσσω ομαι αρχ. μσν. βοηθώ «άντιλαβοῡ, σῶσον, ἐλέησον» αρχ. 1. κρατώ, πιάνω κάτι 2. κρατιέμαι,… … Dictionary of Greek
επεμβαίνω — (AM ἐπεμβαίνω) [εμβαίνω] νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ άλλων συνήθως αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το ζήτημα διευθετήθηκε») 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει λόγος») μσν. 1.… … Dictionary of Greek
επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… … Dictionary of Greek
επιχειρώ — (AM ἐπιχειρῶ, έω) 1. δοκιμάζω, καταπιάνομαι με κάτι (α. «ἐπιχειρεῑ τὰ ἀδύνατα» β. «ὅς τῇ διώρυχι ἐπεχείρησε πρῶτος», Ηρόδ.) 2. προσπαθώ να κάνω κάτι («επιχείρησε να μιλήσει, αλλά δεν τόν άφησαν») αρχ. 1. απλώνω το χέρι μου σε κάτι («oἱ μὲν δείπνῳ … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
καταπειρώμαι — καταπειρῶμαι, άομαι (Α) 1. υφίσταμαι δοκιμασία, βασανίζομαι, υποφέρω 2. δοκιμάζω να κάνω κάτι, καταπιάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πειρῶμαι «προσπαθώ»] … Dictionary of Greek
καταπιάνω — (Μ καταπιάνω) νεοελλ. ράβω κάτι πρόχειρα, τρυπώνω νεοελλ. μσν. 1. αρχίζω να κάνω κάτι 2. μέσ. καταπιάνομαι α) επιχειρώ να κάνω κάτι, επιλαμβάνομαι, ασχολούμαι με κάτι β) συνδέομαι φιλικά ή ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν, μπλέκω, είμαι μπλεγμένος γ) … Dictionary of Greek
καταπιαστής — ο [καταπιάνομαι] αυτός που επιχειρεί κάτι με επιτυχία, που πάντα καταφέρνει αυτό με το οποίο ασχολείται, ο καταφερτζής … Dictionary of Greek